- επίτριτος
- -η, -ο (Α ἐπίτριτος, -ον) [τρίτος]μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» — ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος τής όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 / 4αρχ.το διάστημα τής διά τεσσάρων2. (μετρ.) φρ. ἐπίτριτος ποῡς ή απλώς ἐπίτριτοςτετρασύλλαβος πους αποτελούμενος από έναν τετράσημο (σπονδείο) και έναν τρίσημο (τροχαίο ή ίαμβο) που έχουν λόγο 4 προς 33. ο αριθμός που περιέχει έναν ακέραιο και επί πλέον το ένα τρίτο (11 / 3)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίτριτονα) δάνειο που αποφέρει τόκο ίσο με το ένα τρίτο τού κεφαλαίου κάθε χρόνοβ) πάπ. είδος φόρου στην Αίγυπτο.επίρρ...ἐπιτρίτωςσε λόγο επίτριτο.
Dictionary of Greek. 2013.